- ενδορραχιαίος
- αία, ο[ν] спинномозговой;
ενδορραχιαία παρακέντηση — спинномозговая пункция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενδορραχιαία παρακέντηση — спинномозговая пункция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενδορραχιαίος — α, ο αυτός που υπάρχει ή γίνεται στη σπονδυλική στήλη («ενέσεις ενδορραχιαίες») … Dictionary of Greek